τυραννοκτονικός

τυραννοκτονικός
-ή, -όν, Α [τυραννοκτόνος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυραννοκτόνο ή στην τυραννοκτονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυραννοκτονικά — τυραννοκτονικός of neut nom/voc/acc pl τυραννοκτονικά̱ , τυραννοκτονικός of fem nom/voc/acc dual τυραννοκτονικά̱ , τυραννοκτονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννοκτόνειος — ον, Α [τυραννοκτόνος] τυραννοκτονικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”